- δοκίμιο
- Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo έργο του με τον τίτλο Δοκίμια. Επρόκειτο για έναν νέο τύπο λογοτεχνικού και φιλοσοφικού στοχασμού, που είχε γραφτεί σε πρώτο πρόσωπο και είχε διττή αποστολή: αφενός την ενδοσκοπική ανάλυση και αφετέρου τη μελέτη του εξωτερικού κόσμου σε σχέση με το άτομο. Το 1597 ο Βάκων (Φράνσις Μπέικον) εξέδωσε τα πρώτα Δοκίμια ή Πολιτικές και ηθικές συμβουλές, με τα οποία είχε την πρόθεση να συνεχίσει τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές μελέτες στο πρότυπο των Επιστολών προς Λουκίλιο του Σενέκα και των ηθικών πραγματειών και των λόγων του Μεσαίωνα και της ουμανιστικής περιόδου. Τα δ. του Βάκωνα είχαν μικρή επίδραση στην Αγγλία, όπου τα Δοκίμια του Μοντέν, μεταφρασμένα το 1612 από τον Τζον Φλόριο, σηματοδότησαν την αρχή της σύγχρονης παράδοσης και αποτέλεσαν, για περισσότερο από έναν αιώνα, το πρότυπο που ακολούθησαν οι Άγγλοι δοκιμιογράφοι. Με την έκδοση του περιοδικού The Tatler (1709) που ίδρυσε ο Στιλ (συνεργάτης του υπήρξε και ο Άντισον) και του Spectator που ίδρυσε το 1711 ο ίδιος ο Άντισον, το αγγλικό δ., σχετικά με το οποίο πρέπει να αναφερθούν και τα ονόματα των Γκόλντσμιθ και Σάμουελ Τζόνσον, εισήλθε στην περίοδο της μεγαλύτερης ακμής του. Στην Ευρώπη η τάση του για σάτιρα των ηθών διευρύνθηκε περιλαμβάνοντας την ιστορία, τις φυσικές επιστήμες, τη φιλοσοφία και την οικονομία. Από τους Γάλλους πρέπει να αναφερθούν, μεταξύ άλλων, ο Βολτέρος (Δοκίμιο περί των ηθών), ο Ντιντερό και ο Ντ’ Αλαμπέρ. Στην Ιταλία, διακρίθηκαν οι Αλγκαρότι, Μαγκαλότι, Παγκάνο, Τσεζαρότι και Μπαρέτι, του οποίου οι Οικογενειακές επιστολές ανήκουν ουσιαστικά στο είδος του δ. Τον 19o αι., από τα έργα του Τσαρλς Λαμ και ύστερα, το δ. ανέπτυξε επίσης μια λυρική και αυτοβιογραφική τάση. Έγινε λαοφιλές, στις διάφορες κατευθύνσεις που ακολούθησε, μέσα από τα γραπτά των Μακόλεϊ, Κόλεριτζ, Χάζλιτ, Καρλάιλ, Ράσκιν, Κουίνσεϊ, Άρνολντ, Πέιτερ κλπ. Στη Γαλλία το δ. του 19ου αι. ήταν κυρίως λογοτεχνικό (υπόδειγμα αυτού του είδους είναι Οισυνομιλίες της Δευτέρας του Σεν Μπεβ). Με τους Ράσκιν και Πέιτερ στην Αγγλία και τον Σεν Μπεβ στη Γαλλία, η ενασχόληση με τα θέματα τέχνης προσέδωσε νέα διάσταση στο δ., ενώ η εξέλιξη της λογοτεχνικής κριτικής εισήγαγε έναν νέο τύπο δ., στον οποίο μπορούν να ενταχθούν οι πέντε τόμοι των Ποικίλων του Βαλερί ή Οι κουβέντες του Αλέν. Στην Αμερική τα γραπτά του Φράνκλιν και αργότερα του Έμερσον, του Θορό, του Έρβινγκ, του Χομς και του Χάουελ προσέδωσαν πολιτικό χαρακτήρα στο δ., καθιστώντας το όργανο χειραφέτησης και σωστής διαπαιδαγώγησης.
Στους νεότερους χρόνους ο όρος δ. κατέληξε να περιλαμβάνει, από εκδοτική άποψη, σχεδόν όλα τα έργα που δεν ανήκουν στην αφηγηματική πεζογραφία (από τη φιλοσοφία έως την κριτική, από την ιστορία έως την ανθρωπολογία, την κοινωνιολογία κλπ.). Οι σκέψεις σε ό,τι αφορά τα έθιμα, την κοινωνία και την ηθική βρίσκουν εφήμερη δημοσιότητα στον καθημερινό και περιοδικό Τύπο, αλλά η ευρεία θεματική της κοινωνίας των μαζών, που συναντάται ήδη από τις αρχές του αιώνα στα δ. του Ισπανού Ορτέγκα ι Γκασέτ και αργότερα των Γερμανών Αντόρvo και Μπένγιαμιν και του Αμερικανού Μένκεν, αποτέλεσε την αφετηρία για νέες μορφές δ., το οποίο κινείται ανάμεσα στην κοινωνιολογική έρευνα και στην κριτική των ηθών.
Στη σύγχρονη εποχή, λόγω και της κρίσης που διέρχεται η αφηγηματική πεζογραφία, το δ. αποτελεί, υπό μία έννοια, υποκατάστατο του ίδιου του μυθιστορήματος ως κριτικός καθρέφτης της σύγχρονης κοινωνίας.
τυπογραφικό δ. Πρόχειρο κείμενο που έχει μόλις στοιχειοθετηθεί και σελιδοποιηθεί. Στο δοκίμιο αυτό ειδικευμένοι διορθωτές σημειώνουν με ειδικά σύμβολα, τα οποία χρησιμοποιούνται σχεδόν διεθνώς, τα λάθη που έχουν γίνει κατά τη στοιχειοθεσία για να διορθωθούν· γι’ αυτό στην τυπογραφική ορολογία το δ. αποκαλείται συνήθως διόρθωση. Ο διορθωτής σημειώνει τα λάθη παραβάλλοντας το τυπωμένο κείμενο με το πρωτότυπο, το οποίο του παραδίδεται μαζί με το δ.· στη συνέχεια το διορθωμένο δ. ξανατυπώνεται και ο διορθωτής το ελέγχει για δεύτερη φορά. Είναι δυνατόν, ανάλογα με το είδος των κειμένων και με τη μορφή της εργασίας, το δ. να ελέγχεται και από τον συγγραφέα του κειμένου ή από άλλον αρμόδιο της έκδοσης. Μετά τη διόρθωση των λαθών το κείμενο σελιδοποιείται, ελέγχεται ξανά για να εξακριβωθεί αν έγινε σωστά η σελιδοποίηση και για να υπάρχει η βεβαιότητα ότι δεν έχει παραλειφθεί κάποια διόρθωση και, εφόσον δεν εντοπιστούν λάθη, δίνεται η εντολή από τον διορθωτή ή από άλλον αρμόδιο για την οριστική εκτύπωση.
Σε ένα ειδικό μικρό πιεστήριο έβαζαν παλαιότερα το τυπογραφικό «τεμάχιο» για να βγει το δοκίμιο, στο οποίο σημειώνονταν τα οποιαδήποτε τυπογραφικά λάθη προς διόρθωση.
Σελίδα από τα «Δοκίμια» του Μισέλ ντε Μοντέν, με αυτόγραφες σημειώσεις του συγγραφέα. Ο όρος δοκίμιο (essai) εμφανίστηκε με το έργο αυτό.
* * *και δοκίμι, το (AM δοκίμιον, Μ και δοκίμιν) [δόκιμος]νεοελλ.1. αρχικό σχέδιο κειμένου ή κείμενο στο οποίο έχει δοθεί οριστική μορφή2. περιορισμένης έκτασης κείμενο για κάποιο θέμα, χωρίς αυστηρή, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, πειθαρχία σε κανόνες συγγραφής, με έντονη την παρουσία και την άποψη τού γράφοντος3. «τυπογραφικό δοκίμιο» — πρόχειρα τυπωμένο κείμενο, συνήθως σε μορφή κορδέλας, το οποίο παραλαμβάνει ο διορθωτής για να κάνει τις διορθώσεις παραβάλλοντάς το με το χειρόγραφο τού συγγραφέα4. «γραπτό δοκίμιο», «δοκίμια εξετάσεων» — οι κόλλες εξετάσεων και διαγωνισμών με τις απαντήσεις σε ερωτήματα ή τη σύντομη ανάπτυξη θεμάτων από τους διαγωνιζόμενους5. ναυτ. κάθε σημάδι στην ξηρά που βοηθά στην πρόγνωση τού καιρού (π.χ. κορυφές με σύννεφα)μσν.- νεοελλ.αγώνισμαμσν.1. αυτό που γίνεται για δοκιμή («δοκίμιον μελάνης»)2. το αγώνισμα τής άρσεως βαρώναρχ.μέσο για δοκιμή, κριτήριο.
Dictionary of Greek. 2013.